περικάββαλον

περικάββαλον
περικάββᾱλον , περί-καταβάλλω
throw down
aor imperat act 2nd sg (doric)
περί-καταβάλλω
throw down
aor ind act 3rd pl (homeric)
περί-καταβάλλω
throw down
aor ind act 1st sg (homeric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περικαταβάλλω — Α (μόνο στον επικ. αόρ. β περικάββαλον και περικάμβαλον) 1. ρίχνω ολόγυρα 2. σπρώχνω και ξαπλώνω κάποιον καταγής 3. περιβάλλω κάτι τελείως, από όλες τις πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + καταβάλλω «ρίχνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”